-
1 ὕστερος
ὕστερος (verwandt mit ὑπό, ὕψος, superl. ὕστατος), Letzterer, hinterherkommend, darauf folgend; Il. 5, 17; für δεύτερος, 16, 479; ὑστέρας δ' ἔχων πώλους Soph. El. 724; gew. von der Zeit, hinterher, später, auch zu spät, τινός, Il. 16, 333; ὑστέρῳ χρόνῳ Pind. P. 4, 56; Aesch. Ag. 686 u. sonst; Her. 1, 130. 3, 149; ὑστέρῳ χρόνῳ τουτέων, später als diese, 4, 166. 5, 32. 9, 83; ἡ ὑστέρη Ὀλυμπιάς, die nächst folgende Olympiade, 6, 103; ἐξ ὑστέρο υ, hinterdrein, nochmals, auch ἐξ ὑστέρης, 5, 106. 6, 85; λόγος, die zweite Rede vor Gericht, Antiph. 6, 14. – Bei den Aerzten τὰ ὕστερα, die Nachgeburt; auch Arist. H. A. 7, 9. – Ὕστερον, adverbial, Her. 6, 140. 9, 150; Tragg.; Ar. ὕστερον τοῠ δέοντος ἅπαντα δρᾶν, Lys. 57; ὕστερον ἐλϑεῖν τοῦ σημείου Vesp. 690; in Prosa: ὕστερον δὲ τούτων Is. 1, 11; ὕστερον ἔτι τουτέων Her. 9, 83; auch ὕστερα, Od. 16, 319; ἐς ὕστερον, 12, 126; Hes. O. 353; Her. 5, 41; – ὕστεροι ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραϑῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ Plat. Legg. III, 698 e; οἱ δ' ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾔεσαν, gingen hinter uns, Lys. 206 e; ἡμέραις ὕστερον τρισὶ τῆς ἀναζυγῆς Pol. 3, 49, 1; auch ὕστερον ἢ αὐτοὺς οἰκῆσαι, Thuc. 6, 4. – Uebrtr., nachstehend, geringer, schwächer, unterliegend, γυναικὸς ὕστερος, einem Weibe unterliegend, Soph. Ant. 742; πρωτογόνων ἴσως ἀνδρῶν οὐδενὸς ὕστερος Phil. 181, vgl. 1351; Sp.
-
2 ὕστερος
ὕστερος, Letzterer, hinterherkommend, darauf folgend; gew. von der Zeit, hinterher, später, auch zu spät; ἡ ὑστέρη Ὀλυμπιάς, die nächst folgende Olympiade; ἐξ ὑστέρο υ, hinterdrein, nochmals; λόγος, die zweite Rede vor Gericht. Bei den Ärzten τὰ ὕστερα, die Nachgeburt; οἱ δ' ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾔεσαν, gingen hinter uns. Übrtr., nachstehend, geringer, schwächer, unterliegend; γυναικὸς ὕστερος, einem Weibe unterliegend
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεσσήνης — Το μικρό αυτό μουσείο, που στεγάζει μέρος των ευρημάτων της αρχαίας Μεσσήνης, χτίστηκε μεταξύ του 1968 και του 1972 στο χωριό Μαυρομμάτι, που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στο αρχικό λιτό κτίριο έγιναν εκτεταμένες επισκευές κατά τη … Dictionary of Greek